ἡμιωβέλιον

ἡμιωβέλιον
ἡμι-ωβέλιον, τό,
A half-obol, IG12.6.90, Eup.154, Aeschin.Socr.41, Arist.Rh.1374b26, IG11.(2).287A 40 (Delos, iii B.C.), etc.:—less correctly [suff] ἡμι-ωβόλιον, X.An.1.5.6 codd., Arist.Fr.589 codd.Poll., Thphr.Char.6.9, Dsc.4.175:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημιωβέλιον — ἡμιωβέλιον, τὸ (Α) ημιωβόλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οβελός, το ω λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιωβέλιον — half obol neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωβελίου — ἡμιωβέλιον half obol neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωβέλια — ἡμιωβέλιον half obol neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιωβόλιον — ἡμιωβόλιον και αττ. τ. ἡμιωβέλιον και βοιωτ. τ. ἑμνιωβέλιον και δωρ. τ. ἡμιωδέλιον (Α) μισός οβολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οβολός, το ω λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”